A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
αντολή — ἀντολή κ. ἀντολίη, η (ποιητ.) (Α) η ανατολή … Dictionary of Greek
ἀντολή — ἀνατολή rising fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)